νεράιδα — Δαιμονικό, κατά κανόνα ωραίο, αγαθό, ή, κατά τις περιστάσεις, βλαπτικό ον της λαϊκής φαντασίας. Οι ν., που κλώθουν, υφαίνουν και τραγουδούν, έχουν ασυνήθεις δυνάμεις (γίνονται αόρατες, μεταμορφώνονται και μεταμορφώνουν), διευθύνουν την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek
νεραϊδένιος — α, ο [νεράιδα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νεράιδα ή κατάγεται από νεράιδα ή μοιάζει με νεράιδα … Dictionary of Greek
Neraida — Νεράιδα Location … Wikipedia
δίφθογγος — Ομάδα δύο φωνηέντων που ανήκουν στην ίδια συλλαβή. Στην ιστορία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών οι δ. δεν παρουσιάζουν σταθερότητα· υπόκεινται σε ισχυρές και περιοδικές τάσεις προς σύμπτυξη ή μονοφθογγοποίηση: η σύμπτυξη συνίσταται στην εξαφάνιση του… … Dictionary of Greek
εξωτικός — και ξωτικός, ή και ιά, ό (AM ἐξωτικός, ή, όν) αυτός που προέρχεται από το εξωτερικό, ξένος («εξωτικά φυτά») μσν. νεοελλ. 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος 2. ο υπερβολικά όμορφος («εξωτική ομορφιά») 3. το θηλ. ως ουσ. (ε)ξωτικιά και ξωθιά α) νεράιδα β)… … Dictionary of Greek
νεραϊδόνημα — και νεραϊδόγνεμα, το κοινή ονομασία ειδών τού φυτού κουσκούτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα + νήμα. Η λ. νεραϊδόγνεμα < νεράιδα + γνέμα] … Dictionary of Greek
νεραϊδένιος, -ια, -ιο — και νεράιδινος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεράιδα ή μοιάζει με νεράιδα ή κατάγεται απ αυτήν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Nereid — Sea nymph and Sea nymphs redirect here. For other uses, see Sea nymph (disambiguation). For other uses, see Nereid (disambiguation). Nereid riding a sea bull (latter 2nd century BC) In Greek mythology, the Nereids ( … Wikipedia
Archea Olymbia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) … Deutsch Wikipedia
Dimitri Levidis — Dimitrios Levidis (griechisch Δημήτριος Λεβίδης Dimítrios Levídis; * 8. April 1886 in Paleo Faliro; † 30. Mai 1951 in Athen) war ein griechischer Komponist. Levidis besuchte zunächst das Lottner Konservatorium und das Konservatorium (Odeion) in… … Deutsch Wikipedia